- απόφανση
- η (Α ἀπόφανσις) [αποφαίνω]έκφραση, διατύπωση γνώμηςνεοελλ.απόφαση δικαστηρίου, έκδοση απόφασηςαρχ.το να αποφαίνεται κανείς για κάτι κατά τρόπο θετικό, η κατάφαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
προσανάρρησις — ήσεως, ἡ, Α απόφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάρρησις «δημόσια απονομή» (< ἀναρρηθῆναι, απρμφ. αορ. τού ἀναγορεύω)] … Dictionary of Greek
συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… … Dictionary of Greek
συλλογιστικός — ή, ό / συλλογιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ. γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.) 2. φρ … Dictionary of Greek
τύπωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα τού βιβλίου») αρχ. 1. αποτύπωμα («τύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.) 2. μορφή, σχήμα («τύπωμα μορφής», Ευρ.) 3. αυτό που εντυπώνεται στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek